γαλλερίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, = ὀνίσκος, Dorio ap.Ath.7.315f.

Spanish (DGE)

v. καλλαρίας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson (= ὀνίσκος).