γαμοκλοπίη

Spanish (DGE)

(γᾰμοκλοπίη) -ης, ἡ
amor furtivo, adulterio οἳ δ' ἀγαπῶσι γάμον τε γαμοκλοπιῶν τ' ἀπέχονται Orac.Sib.2.52, cf. 5.430.