ἡ, = γαμψότης, Hsch., AB1356.
-ῆς, ἡ• Alolema(s): -ά Hsch.1 curva, curvatura Hsch., Sud.2 γ· ἄκρον Hsch.
[Seite 473] ἡ, = γαμψότης, B. A. 1365.
γαμψωλή: ἡ, = γαμψότης, Ἡσύχ., Α. Β. 1356.