γαντζώνω

Greek Monolingual

1. πιάνω κάτι με γάντζο
2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια
3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της»).