γαργάρται

English (LSJ)

λίθοι αὐτοφυεῖς, Hsch. γάργασις· γαργάλη ὑποσταθμοῦ, Id.

Spanish (DGE)

λίθοι αὐτοφυεῖς Hsch., pero cf. Γαγάτης.