γελανόω

English (LSJ)

brighten, cheer: hence, calm, θυμόν B.5.80.

Spanish (DGE)

alegrar γελανώσας τε θυμόν B.5.80.

Greek (Liddell-Scott)

γελανόω: φαιδρύνω, γελανώσας θυμὸν Βακχυλ. 2. 80 (Blass).