γελγοπώλης

English (LSJ)

γελγοπώλου, ὁ, dealer in garlic, Poll.7.198:—fem. γελγόπωλις, ιδος, Cratin.48.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de baratijas, quincallero, trapero Moer.106, Poll.7.198.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, der mit γέλγη handelt, Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

γελγοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς παντοίων εὐτελῶν πραγμάτων, παντοπώλης, ῥωποπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 198· θηλ. γελγόπωλις, ιδος, Κρατῖν. Διον. 10: ― γελγοπωλέω, Ἕρμιππ. Ἀρτ. 6.