Open main menu
Home
Random
Log in
Settings
About LSJ
Disclaimers
LSJ
Search
Ask at the forum if you have an
Ancient
or
Modern
Greek query!
γελωτουργός
Watch
Edit
Greek Monolingual
γελωτουργός
, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί το
γέλιο
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
γέλως
(-
ωτος
)
+
-
ουργός
<
έργον
].