γεμιστής
Greek Monolingual
ο γεμίζω
1. αυτός που γεμίζει κάτι
2. ο γεμιστήρας
3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα.
ο γεμίζω
1. αυτός που γεμίζει κάτι
2. ο γεμιστήρας
3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα.