γενειόλης

English (LSJ)

γενειόλου, ὁ, = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ barbado epít. de Hermes, Call.Fr.199.1.

Greek (Liddell-Scott)

γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.