γερανίτης

English (LSJ)

(sc. λίθος), ου, ὁ, a precious stone, Plin.37.187. [ῑ]

German (Pape)

[Seite 485] λίθος, Kranichstein, Plin. H. N. 37, 11.

Greek (Liddell-Scott)

γερανίτης: (ἐνν. λίθος), ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 11. [ῑ]