γεφυρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέφυρα
2. φρ. «γεφυρική ταινία» — μία από τις πρόσθιες νευρικές δεσμίδες της γέφυρας του εγκεφάλου.