γεωρυχία

English (LSJ)

excavation, IG2.1055.27, Ael.NA6.43.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
excavación τὴν δὲ γῆν τὴν ἐκ τῆς γεωρυχίας ... ἐξάγειν IG 22.2492.27 (IV a.C.), μυρμήκων Ael.NA 6.43
plu. minas para la extracción de metal, Eust.148.23.

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, das Graben in der Erde, Ael. H. A. 6, 43. – Mergelgrube, Inscr. 93.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de creuser la terre.
Étymologie: γεωρύχος.

Greek (Liddell-Scott)

γεωρῠχία: ἀνασκαφὴ τῆς γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 27, Αἰλ. Ζ. Ἰ. 6. 43.

Greek Monolingual

η (Α γεωρυχία) γεωρύχος
ανασκαφή, εκσκαφή της γης.