v. γηράσκω.
ou γηρᾶναι;inf. ao. de γηράσκω.
γηράναι: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
γηράναι: [ᾰ], απαρ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.