γηράναι

English (LSJ)

v. γηράσκω.

Spanish (DGE)

v. γηράσκω.

French (Bailly abrégé)

ou γηρᾶναι;
inf. ao. de γηράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

γηράναι: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.

Greek Monotonic

γηράναι: [ᾰ], απαρ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.