γκιλοτίνα

Greek Monolingual

και γιλοτίνα, η
λαιμητόμος, καρμανιόλα, για τον αποκεφαλισμό τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guillotine, από το όνομα του Γάλλου γιατρού Guillotin που την εφεύρε για τις εκτελέσεις τών καταδίκων στα τέλη του 18ου αιώνα].