γλάσσα

English (LSJ)

v. γλῶσσα:—hence γλάσσων· μωρός, Zonar.

Spanish (DGE)

v. γλῶσσα.

Greek (Liddell-Scott)

γλάσσα: [ᾰ], ἡ, = γλῶσσα, Ἡρώνδ. 3. 84, 93., 5, 8., 7, 110· πληθ. γλάσσαι, 6. 16.