γλιστρίδα

Greek Monolingual

και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) γλιστρώ
1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα
2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» — φλυαρεί ακατάσχετα.