γλυκάνισο

Greek Monolingual

το και γλυκάνισος, ο (AM γλυκάνισον, το)
το φυτό άνισον και κυρίως το άνισο το κοινό
2. τα σπέρματα του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άνισον].