γλυκογόνο

Greek Monolingual

το
(βιοχημ.) εφεδρική μορφή γλυκιδίων που δίνει με υδρόλυση γλυκόζη και περιέχεται στους ζωικούς κυρίως ιστούς και ιδιαίτερα στο συκώτι.