γλυκυμάχανος
English (LSJ)
Doric for γλυκυμήχανος.
English (Slater)
Greek Monolingual
γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.
Doric for γλυκυμήχανος.
γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.