γλυκόεσσα, γλυκόεν, = γλυκύς, ποτόν Nic.Al.444.
(γλῠκόεις) -εσσα, -εν de sabor dulce ποτόν Nic.Al.444.
γλῠκόεις: εσσα, εν, = γλυκύς, Νίκ. Ἀλ. 444.
γλυκόεις, -εσσα, -εν (Α) γλυκύςγλυκός.
εσσα, εν, süß, Nic. Al. 444.