γλυκύφθογγος

English (LSJ)

γλυκύφθογγον, sweet-toned, Sch. Pi.O.6.162.

Spanish (DGE)

-ον
de dulce sonido de instrumentos musicales, Sch.Pi.O.6.162 Böckh.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύφθογγος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων φωνήν, γλυκέως φθεγγόμενος, Σχολ. εἰς Πίνδ. Ο. 6. 162.

Greek Monolingual

γλυκύφθογγος, -ον (Μ)
αυτός που ηχεί ευχάριστα.

German (Pape)

süß tönend, Schol. Pind. Ol. 6.162.