γλυφικός

English (LSJ)

γλυφική, γλυφικόν, of or for carving: γλυφική (sc. τέχνη) Epigr.Gr. 841 (Thrace).

Spanish (DGE)

(γλῠφικός) -ή, -όν
de la escultura ἡ γ. πλαστική (sc. τέχνη) arte plástica Philostr.Im.1.2, cf. Epigr.Gr.841.4 (Tracia), Eustr.in EN 19.24.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠφικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. τέχνη) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841.