γλωσσοπέτρα
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοπέτρα: ἡ λίθος τιμία ὁμοία γλώσσῃ ἀνθρώπου, Πλίν.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
n. de una piedra preciosa con forma de lengua, Plin.HN 37.164, Solin.37.19, Isid.Etym.16.15.17.
γλωσσοπέτρα: ἡ λίθος τιμία ὁμοία γλώσσῃ ἀνθρώπου, Πλίν.
-ας, ἡ
n. de una piedra preciosa con forma de lengua, Plin.HN 37.164, Solin.37.19, Isid.Etym.16.15.17.