γλωττοστροφέω

English (LSJ)

ply the tongue, Ar.Nu.792.

Greek (Liddell-Scott)

γλωττοστροφέω: εὐκινήτως τὴν γλῶσσαν στρέφω, φλυαρῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 792.

Russian (Dvoretsky)

γλωττοστροφέω: вертеть языком Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωττοστροφέω γλῶσσα, στρέφω z’n tong roeren, kwebbelen. Aristoph. Nub. 792.