γλύκειος

English (LSJ)

α, ον, = γλυκύς, τῆς… οὔτι γλυκειότερον IG14.1935.

Greek (Liddell-Scott)

γλύκειος: -α, -ον, = γλυκύς, τῆς … οὔτι γλυκειότερον Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 572.