γναφευτικός

English (LSJ)

v. κναφευτικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.

German (Pape)

weichere Form für κναφευτικός.