γνωμοδοτέω

English (LSJ)

give advice, IG12(7).p.1 (Amorgos).

Spanish (DGE)

aconsejar Πνεῦμα βουλῆς δίδοται τῷ γνωμοδοτοῦντι Chrys.M.52.818, cf. Cyr.Al.M.68.285A, M.70.964D, Nil.M.79.1121D, IG 12(7).p.1 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοδοτέω: δίδω γνώμην, Σουΐδ.