γνωμοτυπέω

English (LSJ)

coin maxims, Ar.Th.55.

Spanish (DGE)

(γνωμοτῠπέω)
acuñar máximas καὶ γνωμοτυπεῖ κἀντονομάζει acuña frases, juega a las palabras Ar.Th.55.

German (Pape)

[Seite 498] gleichsam Sentenzen prägen, Ar. Th. 55, komisch für -λογέω.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοτῠπέω: κατασκευάζω, «χύνω εἰς τύπον» γνωμικά, Ἀριστοφ. Θεσμ. 55.

Russian (Dvoretsky)

γνωμοτῠπέω: сочинять изречения Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμοτυπέω γνωμοτύπος spreuken verzinnen.