γογγρίον

English (LSJ)

τό, Dim. of γόγγρος, Sch.Opp.H.1.113.

Spanish (DGE)

-ου, τό ict. congrio pequeño Sch.Opp.H.1.113.

German (Pape)

[Seite 500] τό, = γόγγρος, Schol. Opp. H. 1, 113.

Greek Monolingual

γογγρίον, το (Α) γόγγρος
μικρός γόγγρος.