ά, όν, poet. for γοερός, Lyc. 1057, Epigr.Gr.790.7 (Dyme).
-ά, -όν luctuoso φῶς Lyc.1057, cf. γοερός.
[Seite 500] = γοερός, Lycophr. 1057.
γοηρός: -ά, -όν, ποιητ. ἀντὶ γοερός, Λυκόφρ. 1057, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 790. 2.
-ά, -όνβλ. γοερός.