γομφωτήριον
English (LSJ)
τό, tenon, IG11 (2).163 A 14 (Delos, iii B. C.), Hero Aut.27.1; Glossaria on τέρετρα, Sch.Od.5.246.
Spanish (DGE)
-ου, τό
en carpintería espiga, almilla, IG 11(2).163A.14 (Delos III a.C.), Hero Aut.27.1, glos. a τέρετρα Sch.Od.5.246
•γομφωτήρια· ἧλοι Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γομφωτήριον: τό, τὸ δι’ οὗ γίνεται γόμφωσις, Ἥρων Αὐτ. σ. 271, Σχόλ εἰς Ὀδ. Ε. 246.