γονάς

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
• Alolema(s): lacon. γονάρ Hsch.
madre Hsch.l.c., s.u. γονάδες.

Greek Monolingual

η
στον πληθ. πρωταρχικοί αναπαραγωγικοί αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα στους ζωικούς οργανισμούς.