γραμμιστός

English (LSJ)

γραμμιστή, γραμμιστόν, chequered, Eust.852.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν listado, a rayas Eust.852.11.

Greek Monolingual

γραμμιστός, -ή, -όν (Μ) γραμμή
αυτός που είναι διαιρεμένος με τετράγωνα.