γραμμιστή, γραμμιστόν, chequered, Eust.852.11.
-ή, -όν listado, a rayas Eust.852.11.
γραμμιστός, -ή, -όν (Μ) γραμμήαυτός που είναι διαιρεμένος με τετράγωνα.