γρανάζι

Greek Monolingual

και γρενάζι και γκρανάζι, το
1. οδοντωτός τροχός
2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage].