γρεῦς
English (LSJ)
ἡ, collat. form of γραῦς, Hdn.Gr.1.401.
Spanish (DGE)
v. γραῦς.
Greek (Liddell-Scott)
γρεῦς: ἡ, ἰσοδύναμος τύπος τοῦ γραῦς, Ἀρκάδ. 126.
ἡ, collat. form of γραῦς, Hdn.Gr.1.401.
v. γραῦς.
γρεῦς: ἡ, ἰσοδύναμος τύπος τοῦ γραῦς, Ἀρκάδ. 126.