γρηγορικός

English (LSJ)

γρηγορική, γρηγορικόν, wakeful, watchful, Id.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: graf. γρι-
despierto, vigilante, Gloss.3.331, 512.

German (Pape)

[Seite 506] = ἐγρηγορικός, Sp.