γρομφάζω

English (LSJ)

grunt, Glossaria:—from γρόμφαινα, ἡ, old sow, Id.:—also γρομφάς, άδος, ἡ, Hsch., and γρόμφις, ιος, ἡ, acc. γρόμφιν, Hippon.69.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. γρονφ-
gruñir, Gloss.3.432.