γροσφοφόρος

English (LSJ)

γροσφοφόρον, = γροσφομάχος, Plb.6.21.9.

Spanish (DGE)

-ον portador de jabalina Plb.6.21.9, cf. γροσφομάχοι.

German (Pape)

[Seite 507] den γρόσφος tragend, damit bewaffnet, Pol. 6, 31, 9.

Russian (Dvoretsky)

γροσφοφόρος: ὁ Polyb. = γροσφομάχος.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφοφόρος: ον,= γροσφομάχος, Πολύβ. 6. 21, 9.

Greek Monolingual

γροσφοφόρος, -ον (Α)
ο γροσφομάχος.