γρουνός

English (LSJ)

ὁ, = γρυνός, Call.Fr.anon.84.

Spanish (DGE)

v. γρυνός.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, = γρυνός, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γρουνός: ὁ, ἴδε γρυνός.

Greek Monolingual

ο
βλ. γρυνός.