γρυκτός
English (LSJ)
γρυκτή, γρυκτόν, (γρύζω) ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν = will you dare to grumble? Ar.Lys.656.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se debe gruñir, ἆρα γρυκτόν ἐστι ὑμῖν; ¿vais acaso a gruñir? Ar.Lys.656.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυκτός -ή -όν γρύζω te morren:. ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; hebben jullie iets te morren? Aristoph. Lys. 656.
Russian (Dvoretsky)
γρυκτός: adj. verb. к γρύζω I.
Greek (Liddell-Scott)
γρυκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ γρύζω, ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656.
Greek Monolingual
-ή, -όν
βλ. γρύζω.