(γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος)1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού2. γυπαετός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός.