γυαλός

Greek (Liddell-Scott)

γυαλός: -όν, κοῖλος, Εὐστ. 526. 42.

Spanish (DGE)

(γυᾰλός) -όν
λίθος piedra cúbica Call.Fr.236.1, cf. EM 243.12G., cf. γυλλός.