γυμνοκέφαλος

Spanish (DGE)

-ον que lleva la cabeza descubierta, A.Thom.A 56.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.