γυναικοπρόσωπος

English (LSJ)

γυναικοπρόσωπον, with woman's face, Mim.Oxy.465.203, Sch.Il.1.131.

Spanish (DGE)

-ον
de cara de mujer χελώνη Anón.Astr. en POxy.465.203 (II d.C.) cf. Sch.Gen.Il.1.131.

German (Pape)

[Seite 511] mit einem Weibergesicht, Schol. II. 1, 131.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικὸς πρόσωπον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 131.

Greek Monolingual

γυναικοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο με γυναικεία χαρακτηριστικά.