γυναικοφέρνω

Greek Monolingual

1. (για άντρα) συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα
2. (για κορίτσια) έχω εμφάνιση γυναίκας, έχω σωματική και πνευματική ανάπτυξη ώριμης γυναίκας.