γῄτης

English (LSJ)

ὁ, contr. for γηΐτης (q.v.).

Spanish (DGE)

v. γηΐτης.

German (Pape)

[Seite 490] ὁ, = γηΐτης, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. γηΐτης.

Russian (Dvoretsky)

γῄτης: стяж. к γηΐτης.

Greek (Liddell-Scott)

γῄτης: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ γηΐτης, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

γῄτης: ὁ, συνηρ. αντί γηΐτης.

English (Woodhouse)

peasant, of the soil, opposed to townsman