ὁ, contr. for γηΐτης (q.v.).
v. γηΐτης.
[Seite 490] ὁ, = γηΐτης, w. m. s.
γῄτης: стяж. к γηΐτης.
γῄτης: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ γηΐτης, ὃ ἴδε.
γῄτης: ὁ, συνηρ. αντί γηΐτης.
peasant, of the soil, opposed to townsman