γῶνος

English (LSJ)

γουνός, ἕδος, καὶ παιδιά τις παλαιστρική, οἱ δὲ κώπη, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 un juego de niños usual en la palestra, Hsch.
2 γ.· κώπη Hsch. < γῶνος γωνῶ > γῶνος
v. γουνός, -οῦ, ὁ.