δέδασται

English (LSJ)

v. δατέομαι.

Spanish (DGE)

v. δατέομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf. Pass. de δαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δέδασται: ἴδε ἐν λ δατέομαι.

English (Autenrieth)

see δατέομαι.