δέκανδρος

English (LSJ)

ὁ, = Lat. decemvir, OGI482 (Acmonia):—hence δεκανδρικός, ή, όν, = Lat. decemviralis, ἀρχή Lyd.Mag.1.34.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ decénviro en diversos giros, trad. de lat. decemuir stlitibus iudicandis δ. ἀνδρῶν πράγματαδικάζοντων IGR 3.1281 (Arabia), δ. ἐπὶ τῶν κληρονομικῶν δικαστηρίων MAMA 6.262 (Acmonia), cf. δέκα I 2 d).

Greek Monolingual

δέκανδρος, ο (Α)
μέλος της ρωμαϊκής δεκαρχίας.